Το τραπεζικό σύστημα και τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά - Αριστομένης Γρηγορόπουλος
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, παρατηρήθηκε μια μαζική εισαγωγή επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο, απ’ όπου αντλούσαν τα επιχειρηματικά κεφάλαια, με πολύ ευνοϊκούς όρους και το οποίο την εποχή εκείνη, βρισκόταν στο απόγειο της ακμής και της άνθησής του.
Επειδή, με την πιο πάνω τακτική, μειώθηκε αισθητά η ζήτηση επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων από το τραπεζικό σύστημα, οι τράπεζες, για την αναπλήρωση του δημιουργηθέντος κενού, έστρεψαν το χρηματοδοτικό τους ενδιαφέρον στα νοικοκυριά.
Το τραπεζικό σύστημα για την προώθηση των προϊόντων της Καταναλωτικής Πίστης και των στεγαστικών δανείων, ανέπτυξε ένα καταναλωτικό μοντέλο, το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Η Καταναλωτική Πίστη περιλαμβάνει: πιστωτικές κάρτες, προσωπικά δάνεια και καταναλωτικά δάνεια, για την κάλυψη αναγκών και την ικανοποίηση των επιθυμιών, όπως: για την αγορά αυτοκινήτου, για την αγορά όλων των ειδών οικιακής χρήσης, για το γάμο, για διακοπές κ.α.
Οι τράπεζες για την προβολή και προώθηση των παραπάνω χρηματοδοτικών προϊόντων, αποδύθηκαν σε μεθοδευμένη και συστηματική προσπάθεια, στοχεύοντας στην προσέλκυση της δυνητικής πελατείας.
Το ενδιαφέρον των τραπεζών για την ανάπτυξη των εν λόγω εργασιών, ήταν ιδιαιτέρως έντονο, διότι είχαν πολύ υψηλή απόδοση και χαμηλό ρίσκο, λόγω της ευρείας διασποράς τους.
Οι τράπεζες με την αχαλίνωτη βουλιμία να διευρύνουν τα μερίδιά τους στην αγορά και προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον μεταξύ τους οξύτατο ανταγωνισμό, υιοθέτησαν ελαστικότατη πολιτική, σε βαθμό που τα κριτήρια αξιολόγησης των πελατών, έλαβαν τυπικό χαρακτήρα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η συντριπτική πλειονότητα των δανείων καταναλωτικής πίστης, χορηγούνταν με μόνη την υπογραφή του δανειολήπτη, χωρίς άλλη εξασφάλιση.
Η παραδοσιακή έλξη των Ελλήνων, προς απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας , ώθησε το καταναλωτικό κοινό στη λήψη στεγαστικών δανείων, χωρίς πολλή σκέψη, αφού έτσι πραγματοποιούσε το όνειρο της ζωής του.
Με την πολιτική αυτή καλλιεργήθηκε στο κοινό η υπερκατανάλωση, σε βαθμό που εξωθήθηκε στην υπερβολή και τη σπατάλη, δημιουργώντας συνθήκες μιας επίπλαστης ευδαιμονίας.
Την πρώτη δεκαετία του 2000, οι τομείς της Καταναλωτικής Πίστης και των στεγαστικών δανείων «απογειώθηκαν» και οι τράπεζες απολάμβαναν την ευφορία της θεαματικής κερδοφορίας τους!
Η έλλειψη ενός ενδοεπικοινωνιακού συστήματος μεταξύ των τραπεζών, για την παρακολούθηση του συνολικού δανεισμού του κάθε πελάτη, οδήγησε το κοινό στον αλόγιστο και υπέρμετρο δανεισμό. Πολλοί πελάτες, επειδή η πρόσβαση στο δανεισμό ήταν πολύ εύκολη, ενεργούσαν αβασάνιστα και χωρίς να εξετάζουν τους όρους δανειοδότησης και ιδιαίτερα τη συνολική τους επιβάρυνση. Υπήρξαν περιπτώσεις που αρκετοί πελάτες είχαν στο όνομά τους 10, 15 και 20 πιστωτικές κάρτες διάφορων τραπεζών.
Με αυτό τον τρόπο ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού έγινε όμηρος του καταναλωτισμού!
‘Έτσι, τα νοικοκυριά υπερχρεώθηκαν και επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα!
Ακολούθως, αναφέρεται η εξέλιξη των συγκεκριμένων εργασιών:
Έτος |
Ύψος Δανείων (Δις. Ευρώ) |
Ποσοστό ε /ΑΕΠ |
Σε Καθυστέρηση |
2003 |
65 |
26% |
4% |
2008 |
91 |
41% |
7% |
2012 |
106 |
56% |
29% |
Στον παραπάνω πίνακα δεν περιλαμβάνονται στοιχεία για ληξιπρόθεσμες οφειλές, που ρυθμίστηκαν κατά την περίοδο της κρίσης και εκτιμάται ότι το ποσοστό τους είναι αρκετά σημαντικό.
Από τη διάρθρωση των συνολικών τραπεζικών πιστοδοτήσεων, προκύπτει ότι το 47% αφορά καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια, ενώ πριν δέκα χρόνια ήταν μόλις 22%.
Η υπερτροφική ανάπτυξη της Καταναλωτικής Πίστης, καταδεικνύεται από τα εξής στοιχεία: Το σύνολο των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων στους τομείς του Τουρισμού, της Ναυτιλίας, και της Γεωργίας, τομείς στους οποίους η χώρα μας διαθέτει μεγάλο πλεονέκτημα, διαμορφώνεται μόλις στα 23 δις ευρώ, ενώ τα καταναλωτικά δάνεια ξεπερνούν τα 31 δις ευρώ!!
Μέχρι το 2008 ο ρυθμός εξυπηρέτησης των δανείων ήταν σχετικά καλός με τους δανειολήπτες «κουτσά – στραβά» να ανταπεξέρχονται στις δανειακές τους υποχρεώσεις και τις τράπεζες να εξαντλούν τα όρια της ανοχής τους στις περιπτώσεις των καθυστερήσεων. Ωστόσο, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές είχαν σοβαρή επιβάρυνση, διότι εκτοκίζονταν με επιτόκιο υπερημερίας.
Το πρόβλημα ανέκυψε, όταν ενέσκηψε η οικονομική κρίση, η οποία βύθισε τη χώρα σε πρωτοφανή ύφεση και οδήγησε τον ελληνικό λαό στη μιζέρια και την εξαθλίωση. Ο κυκλώνας της κρίσης γκρέμισε τον πύργο του καταναλωτικού μοντέλου που απεδείχθη χάρτινος. Απεδείχθη περίτρανα ότι το πελώριο καταναλωτικό οικοδόμημα, ήταν μια τεράστια «φούσκα».
Εξαιτίας της ανεργίας, η οποία έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, των συνεχών περικοπών, και μειώσεις των μισθών και των συντάξεων και της εξοντωτικής φοροκαταιγίδας, το εισόδημα του κοινού συρρικνώθηκε δραματικά, με συνέπεια να παρατηρηθεί εκρηκτική αύξηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Έτσι, διογκώθηκαν τα ληξιπρόθεσμα δάνεια σε τέτοιο ύψος, που προκάλεσαν πρωτοφανές σοκ στις Τράπεζες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι τράπεζες συμπεριέλαβαν στην υπό προσέλκυση επιθυμητή πελατεία και τους μετανάστες, με τους οποίους ανέπτυξαν ευρεία συνεργασία στον τομέα της καταναλωτικής πίστης. Λόγω της κρίσης, πολλοί μετανάστες εγκατέλειψαν τη χώρα μας και οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, άφησαν ανεξόφλητες τις οφειλές τους με τις τράπεζες να υφίστανται σοβαρή ζημιά (το τίμημα της υπερβολής), αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την είσπραξη των απαιτήσεών τους.
Η Πολιτεία, που παρακολουθεί τις διαμορφωμένες αντίξοες οικονομικές συνθήκες, προκειμένου να διευκολυνθούν οι δεινοπαθούντες δανειολήπτες και να αποτραπούν κοινωνικά δράματα «πάγωσε» τους πλειστηριασμούς και οι Τράπεζες τα δάνεια επιμηκύνοντας το χρόνο εξυπηρέτησής τους, με τη προσδοκία να υποχωρήσει ο τυφώνας της κρίσης, να αναθερμανθεί η οικονομία, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και οι οφειλέτες να δυνηθούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους.
Σήμερα, τα πιστωτικά ιδρύματα υφίστανται τις δυσάρεστες συνέπειες της πιστοδοτικής τους πολιτικής, η οποία ασκήθηκε με υπερβάσεις και υπερβολές. Ακολουθώντας χαλαρή πιστοδοτική στρατηγική και χρηματοδοτώντας αφειδώς τα νοικοκυριά, συνέβαλαν στην υπερχρηματοδότησή τους, με αποτέλεσμα να αναλάβουν βάρη μεγαλύτερα των δυνάμεών τους και να αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις δανειακές τους υποχρεώσεις με δυσάρεστες οικονομικές και ηθικές συνέπειες.
Οι Τράπεζες αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως: η καθίζηση των εργασιών λόγω της κρίσης, η σοβαρή απομείωση των κεφαλαίων τους με το «κούρεμα», η υποχρεωτική αγορά έντοκων γραμματίων του Δημοσίου (σήμερα κατέχουν Ε.Γ.Δ. 18 δις ευρώ), η μαζική απόσυρση καταθέσεων ( την τελευταία τετραετία αποσύρθηκαν 83 δις ευρώ), η μηδενική εισροή αποταμιεύσεων και οι διαρκώς διογκούμενες επισφάλειες.
Επακόλουθο των προαναφερόμενων είναι τα οικονομικά τους αποτελέσματα να βρίσκονται στο επίπεδο των ζημιών.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται το ακόλουθο καταστάλαγμα: Φρόνιμο είναι όλους μας να μας ποδηγετούν και να μας κατευθύνουν οι ρήσεις «Μηδέν Αγάν» και «Μέτρον Άριστον» των Ελλήνων σοφών της αρχαιότητας Χείλωνα του Λακεδαιμόνιου και του Κλεόβουλου του Λίνδιου, που αποδοκιμάζουν την απληστία και την υπερβολή και αναδεικνύουν το μέτρο και τη σύνεση.
Αριστομένης Χ. Γρηγορόπουλος
τ. Γενικός Επιθεωρητής Πελ/σου Εθνικής Τράπεζας.