Τα ανασμίδια - Αριστομένης Γρηγορόπουλος

Τα ανασμίδια - Αριστομένης Γρηγορόπουλος

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '50. Την εποχή εκείνη, όλες οι φαμελιές του χωριού θρέφανε γουρούνι και τις Αποκριές που είχε γίνει θρεφτάρι το σφάζανε και φκιάνανε τις τσιγαρίδες.

 Οι τσιγαρίδες ήτανε μια τροφή πεντανόστιμη και θρεφτική, με την οποία φτιάχναμε φαγητό με διάφορους τρόπους, όπως ο περίφημος καγιανάς. Εμείς θρέφαμε θηλυκό γουρούνι και γύρω στο Φλεβάρη γεννούσε 5-7 ανασμίδια (γουρουνάκια). Μετά η γουρούνα θρεφότανε για σφάξιμο.

Την Καπινοπαρασκευή, ο πατέρας μου έπαιρνε τα ανασμίδια και τα πούλαγε στο παζάρι, στην Κρέστενα. Καπινοπαρασκευή λέγαμε τη Μεγάλη Παρασκευή.

Λεγότανε έτσι, γιατί την ημέρα εκείνη που κάναμε γενικό καθάρισμα του σπιτιού καθαρίζαμε τις αστράχες και το φουγάρο του τζακιού από τις καπινιές.

Όταν ήμουνα δέκα χρονών, μετά από πολλά παρακάλια, ο πατέρας μου με πήρε μαζί του όταν πήγε να πουλήσει τα ανασμίδια. Η χαρά μου δεν περιγράφεται! Θα έκανα το πρώτο μου ταξίδι! Θα πήγαινα σε πόλη! Ήρθε η μέρα του ταξιδιού! Ξεκινήσαμε νύχτα, γιατί είχαμε τρεις ώρες δρόμο και θέλαμε να βρούμε και θέση στο παζάρι. Ούλη νύχτα λαγοκοιμόμουνα από τη χαρά μου και την ανεβασταγίλα, πότε να βρεθώ σε πόλη για να ιδώ και να θαυμάσω καινούρια πράματα.

Να ειπώ την μαύρη αλήθεια, τζήλευα τον παινεψιάρη το φίλο μου τον Πολυνείκη, όταν διηγιότανε με καμάρι όσα είδε στο μεγάλο του ταξίδι κι' εγώ τσιούλωνα τ' αυτί μου ν' αγροικήσω για τα πανέρια πράματα της πόλης! Το σπίτι του φίλου μου ήτανε όξω από το χωριό, στα Χάνια, κοντά στ' αμπέλια, όπου υπήρχανε σωρό μαυροβέργια. Έτσι, του είχε πέσει η κουντουρίτσα να προμηθεύει το δάσκαλο με λούρες, οι οποίες ήτανε «απαραίτητο παιδαγωγικό εργαλείο για να επιτελεί το εκπαιδευτικό του έργο»! Κάθε τόσο και ανάλογα με την «ξόδεψη» ο φίλος μου κουβάλαγε ένα δεμάτι μαυροβέργια καλοκομμένα, καθαρισμένα και ολόισια! Ούλα τα παιδιά τον στραβοτηράγαμε, γιατί εκείνα τα μαυροβέργια σπάγανε στα χέρια μας. Σάματις κόταγε να αρνηθεί και να μη φέρει; Ούτε και το ξύλο γλίτωνε. Μάλιστα, μερικές φορές οι λούρες περνάγανε πρώτα από τα δικά του χέρια.

Με ξεφταλαγιάσανε τα ανασμίδια με τα γουργουρητά τους, που τα ’σιαχνε η μάνα μου με τη μεγάλη μου μπάμπω για το μακρύ ταξίδι τους. Πετάχτηκα απάνου, νίφτηκα κι' έβαλα μάνι-μάνι την καλή μου αλλαξιά (;). Φόρεσα το αμερικάνικο σακάκι, που δε μου άρεσε, γιατί σε μερικές μεριές το είχε φάει η κόπιτσα και διότι με περιστάνιζε πολύ στο περπάτημα. Πρέπει να ήτανε μεγάλο γιατί απ' ό,τι θυμάμαι γύριζα τα μανίκια δυο βόλτες και το μάκρος του πέρναγε τις κλιτσινάρες! Ήτανε και σταυρωτό με πολλά κουμπιά! Εκείνο το σακάκι, όπως και όλο το πολύτιμο περιεχόμενο των δεμάτων, που μας έστελνε, εκείνους τους «χαλεπούς καιρούς», η θειά μου από την Αμερική, ήτανε για την οικογένειά μου «το μάννα εξ ουρανού»! Σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, η καθημερινή μέριμνα είχε ως αντικειμενικό σκοπό να εξασφαλιστούν τα στοιχειώδη και απολύτως αναγκαία για τη βιοτική συντήρησή μας, κι’ απέ η ντυμασιά και η ποδεμή ήτανε στην τελευταία προτεραιότητα!

Τότενες, εμείς τα παιδιά περπατάγαμε ξυπόλυτα, αφού η ποδεσιά δεν ανήκε στα είδη πρώτης ανάγκης και τα καθημερινά σκουτιά ουλουνόνε, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, είχανε τόσα μπαλώματα που ήτανε δύσκολο να διακρίνει κανείς το αρχικό τους ύφασμα!

Τα αμερικάνικα ρούχα δεν ήτανε στα μέτρα μας, ούτε στα νούμερά μας, όμως ποιος τήραγε καλαισθησία και κομψότητα; Το ζητούμενο ήτανε να βρεθεί κανένα σκουτί να σκεπάσουμε τη γδύμνια μας και όχι να ικανοποιήσουμε γούστα και επιθυμίες! 

Κάποια φορά, όταν ήμουνα γύρω στα εννιά, έτυχε ο ταχυδρόμος να δώκει σε μένα το ειδοποιητήριο ότι είχαμε δέμα. Η στιγμή εκείνη είναι χαραγμένη ανεξίτηλα στο μνημονικό μου. Μαζί με τα δάκρυα συγκίνησης πήρα ανάσα και πνοή. Τότε ένιωσα αληθινή αγάπη και θαλπωρή και διδάχτηκα με έμπρακτο τρόπο την ανθρώπινη αλληλεγγύη και ευσπλαχνία.

Θυμάμαι το εξής: Ένα δέμα, μεταξύ των άλλων, είχε και ένα επιτραπέζιο κουρντιστό ρολόϊ. Τότε προέκυψε πρόβλημα. Πώς να βάλουμε την ώρα, αφού δεν είχε κανένας ρολόϊ; Τη λύση την έδωκε ο παπάς μας (ο παπα-Μέλιος), τον οποίο θυμάμαι με βαθύ σεβασμό. Προσδιορίστηκε η ώρα με βάση τον ήλιο. Βάλαμε το ρολόι στις 12:00 το μεσημέρι, όταν ο ήλιος ήτανε ακριβώς πάνου στη Βουνούκα (το βουνό Μίνθη).

Όταν πήγαινα στην Τρίτη Δημοτικού και το  Θεριστή έκλεισε το σχολείο, ο δάσκαλος μας είπε ότι δύο μαθητές θα πάνε στην κατασκήνωση του Γκρέκα. Ο δεύτερος που κληρώθηκε ήμουνα εγώ, ως τέκνο άπορης και πολύτεκνης οικογένειας. Εκείνο το «τέκνο», μέχρι να μάθω τη σημασία του, με προβλημάτισε πολύ. Όμως, για να πάμε στην κατασκήνωση έπρεπε να έχουμε μαζί μας, μεταξύ άλλων: μια δεύτερη αλλαξιά, δύο αλλαξιές «εσώρουχα» και δύο πετσιέτες (μία για το πρόσωπο και μία για τα πόδια). Προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν επήγα στην κατασκήνωση, γιατί δεν «πληρούσα» τις παραπάνω απαραίτητες προϋποθέσεις!!!

Έβαλα και τις αρβυλίτσες μου, με την προκαδούρα, για να μη λειώνουνε οι σόλες που ήτανε μισολειωμένες και μικρές, αφού τις είχα τρία χρόνια, γι’ αυτό πήγαινα σαν καρφοπιασμένος. Όμως από την ξυπολησιά εκείνη η ποδεμή ήτανε καλύτερη. Εννοείται ξεκάλτσωτος, γιατί τα τσουράπια ήτανε υπερβολή και πολυτέλεια! Η μάνα μου μού ’δωκε και ήπια μια κουταλιά ξύδι με καπινιά, σε ένδειξη ευλάβειας και σεβασμού για τα Πάθη του Χριστού. Μού ’δωκε να φάω κι' ένα κουμούτσι ψωμί, για να μη με ρουπώσει ο κούκος!

Πήραμε τα ασμανίδια που ήτανε σε σακούλια, δύο-δύο και το ένα μοναχό του. Τα σακούλια τα είχαμε ράψει στη μέση με σακοράφα, ώστε να μη σμίγουνε τα ανασμίδια και να μένουνε όρθια με τα κεφάλια τους όξω, για να μη σκάσουνε. Τα κρεμάσαμε στα κολιτσάκια του σαμαριού, ανέβηκα κι' εγώ πισοκάπουλα στο γάϊδαρο και για να μην κρένω κουκουλώθηκα με ένα χρωματιστό αντρομίδι που το ’χε υφάνει η μάνα μου στο λάκο.

Τα ανασμίδια γουργουρίζανε συνέχεια. Στην αρχή δεν έδινα σημασία, όμως άρχισα να νευριάζω γιατί με ξεκουφαίνανε. Όπως ήμουνα απάνου στο γάϊδαρο ακούνητος, κουτούλαγα κι' έκρενα. Με σκέτο (!) το κοντό ντρίλλινο παντελονάκι, τρεμποκουκούραγα! Πίστρωνα το φαρδουλό σακάκι μου, το σταυροκουμπωτό, τυλιγόμουνα με το αντρομίδι, που να ζεσταθώ! Είχανε γκαργκανιάσει τα χέρια μου και βαρύγανε οι σαγονιές μου! Μ' έκοβε και το μπαλντιμοκάπουλο, αλλά υπομόνευα. Όμως όχι για πολύ. Τελικά απελπίστηκα και ξεκαβάληκα! Όμως γλήγορα κατάλαβα ότι δεν ήτανε καλύτερα ποδαράτα. Πώς να αραδίσω σ' εκείνη την κακοτοπιά και στο πηχτό σκοτάδι με το παλιοφάναρο και τα σαράβαλα παπούτσια;

Η μεγαλύτερη διαδρομή ήτανε ένα μπογάζι με λιθάρια, λακούβες και κατσιοπρίνια δεξιά κι αριστερά, που το στενεύανε ακόμα πιο πολύ. Οι πολλές και απότομες ζάγκλες με τις ανηφόρες και κατηφόρες χειροτερεύανε την κατάσταση! Αμ το άλλο! Πάταγα σε λούμπες κιόπως ήτανε τρούπιες οι αρβύλες μπαίνανε νερά κι αναγλιτσιάσανε τα πόδια μου. Κακοφόρμισε κι ένα μουντζούλι που είχα στην πατούσα και μουρλάθηκα από τον πόνο. Είδα κι απόειδα και ξανακαβάληκα, γιατί κιντύνευα και να τσουρουλιαστώ.

Στην Κρέστενα φτάσαμε όταν έβγαινε ο ήλιος. Σεσταρήσαμε το γάϊδαρο σε μια μεριά που ήτανε κι άλλα ζώα, πήραμε τα σακούλια με τα ανασμίδια και τραβήξαμε για το παζάρι. Εγώ πήρα το σακούλι με το ένα ανασμίδι και πηλάλαγα, γιατί σκιαζόμουνα μη χαθώ μέσα στον κόσμο. Περπατάγαμε μέσα σε κοσμοπλημμύρα! Τρογύρω έγλεπα μεγάλα δίπατα σπίτια στην αράδα, αλλά δεν πρόκανα να καλοϊδώ, γιατί αγκομάχαγα να φτάσω τον πατέρα μου. Είχα και κείνο το μακρύ σακάκι που με βάραγε στις άντζες και συδιπλωνόμουνα. Τοίγαρις είχα και ποδεμή της προκοπής; Για να μη μου μείνουνε στο δρόμο οι ξεροσπελιασμένες αρβύλες, περπατούσα σούρνοντας τα πόδια και πήγαινα λες και ήμουνα συγκαημένος. Μπαγλίτισα! Φτάσαμε στο παζάρι. Μια μεγάλη άπλα και πήχτρα ο κόσμος! Καρφίτσα δεν έπεφτε χάμου!

Είχα καλντήσει και ασκοφύσαγα από την πηλάλα! Δεν είχα μπίτι ανάκαρο! Πρώτη φορά έβλεπα τόσο λεφούσι. Μου ’ρθε τζαλάδα από το βοητιό και την οχλαγωγία! Εκεί είδα πράματα που με κάμανε να μείνω με το στόμα ανοιχτό και χαραχτήκανε ανεξίτηλα στο μνημονικό μου.

Στριμωχτήκαμε σε μια γωνιά, μαζί με άλλους ανθρώπους, αποθήκαμε τα σακούλια και βγάλαμε τα ανασμίδια. Εκείνα, αν και είχανε ταλαιπωρηθεί από το ταξίδι, ήτανε ζωηρά. Αρχινήσανε να περπατάνε και με αναγκάζανε να τα περιμαζώνω. Μοναχά ένα έμενε ξαπλωμένο στην απλάδα που είχαμε στρώσει και κοιμότανε. Το σήκωνα, το κράταγα να μείνει ορθό, εκείνο ξαναξάπλωνε.

Και τι δεν πουλούσανε στο παζάρι! Αρνιά, κατσίκια, κοκόρια, μαλλιά, αυγά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς! Παραπερίτσα, μια γριούλα με την καφετιά τσεμπέρα της δεμένη φακιόλι, την ολόμαλλη μπελαρίνα και το μακρύ βελέσι της, που ήτανε ολόϊδια η νόνα μου, πούλαγε λάχανα! Είχε στρώσει χάμου μια μεσάλα κι’ απάνου είχε απλωμένα όλων των λογιών τα λάχανα. Και τι δεν είχε! Μέχρι ρεμπένικο και σκολιάμπρια! Είχε ακόμα και σκορδαλλίδες!!

Ένας κοντακιανός και σγουμπός γεροντάκος, παρακατούλια, ακουμπισμένος στην κλίτσα του και με την καπότα του ανάρριχτη στον ώμο, είχε μπροστά του ένα καδούλι με μουρσέλες και δίπλα του μια μεγάλη κανίστρα με μυτζήθρες.

Μια μεσόκοπη γυναίκα, με δυο πλεξίδες μέχρι τη μέση, κρατώντας με τα δυο της χέρια μια βεδούρα που είχε βάλει στο κεφάλι της, έφερνε φουρλέτσικο το παζάρι κι έλεγε: «Εδώ το πεντανόστιμο σκορκοφίγκι. Θα γλείφουτε τα δάχτυλά σας».

Παραπανούλια, ένας αμπράζικος μουστακαλής, με την τραγιάσκα του στραβά κι ένα φαρδιό ζουνάρι τυλιγμένο ολόγυρα στη μέση του, είχε ένα μπουζιάκι με ένα τροκάκι στο λαιμό και με τη χοντρή φωνή του φώναζε: «Ετούτο το μουσκαράκι ποιος θα το πάρει; Όποιος ντιριέται κακό του κεφαλιού του». Πότε-πότε έπιανε και κανένα δημοτικό σκοπό, άλλοτε σιουρολογώντας και άλλοτε σιγοτραγουδώντας. Τότε άκουσα πρώτη φορά τα τραγούδια: «Αγγέλω κραίνει η μάνα σου, δεν ξέρω τι σε θέλει...» και «Απόψε, μαυρομάτα μου, θα κοιμηθούμε αντάμα...».

Ένας συνομήλικός μου, που είχε ένα βοϊδόγλυμα στο κούτελο, με ένα χεροκόφινο στο χέρι και στον ώμο μια παλάτζα, τριγύρναγε σε ούλο το παζάρι και φώναζε: «ελάτε να ιδούτε και να πάρουτε βορβιά από το ριζοβούνι με τη σέσουλα». Για παπούτσια είχε γουρνοτσάρουχα κι απόρησα πως τα κράταγε, γιατί όταν φόρεσα κι εγώ εκείνα που μού ’φτιαξε ο πατέρας μου από το τομάρι του γουρουνιού με την πρώτη βροχή μου βγήκανε κι ούτε τα ματαφόρεσα. Πρόσεξα όμως, ότι του παιδιού τα τσαρούχια είχανε σόλες από καουτσούκι, ενώ τα δικά μου δεν είχανε.

Τα ανασμίδια τα δίναμε σαράντα δραχμές το ένα και κείνο που έμενε ξαπλωμένο τριάντα δραχμές. Περνούσανε, τηράγανε τα γουρνόπουλα, ρωτάγανε πόσο τα δίνουμε και φεύγανε. Ακούγοντας τους άλλους να διαλαλούνε την πραμάτεια τους, σιγά-σιγά τσουτσούρεψα κι' αρχίνησα κι' εγώ δειλά και μουδιασμένα: «Εδώ τα καλά ανασμίδια!». Αμφιβάλλω αν άκουγε κανείς την ξέψυχη φωνή μου. Το μουντζούλι στο πόδι μου ’δινε δυνατές σουβλιές. Έβγαλα την αρβύλα και τι να ιδώ! Ήτανε φουσκωμένο και κίτρινο. Τότε έκαμα ό,τι έκανε η μάνα μου με τους καλόγερούς μου. Έσφιξα τα δόντια μου, το ζούληξα με τα δάχτυλά μου, όσο μπόρηγα πιο δυνατά και μπαφ έκανε το έμπυο! Ξαλάφρωσα! Επήγε το χουλιτό γόνα!

Η ώρα πέρναγε και δεν είχαμε πουλήσει κανένα. Με ζώσανε τα φίδια, γιατί ένας άλλος, που είχε τρία κατάμαυρα, τα πούλησε αμέσως. Η αλήθεια είναι, ότι εκείνα ήτανε αξιότερα από τα δικά μας. Μετά από ώρα, ήρθανε δυο γυναίκες και πήρανε η μία δύο και η άλλη ένα. Πάλε καλά, είπα μέσα μου. Μετά, ένας άλλος αγόρασε άλλο ένα. Έμεινε μοναχά το ξαπλωμένο. «Τι θα σε κάνω εσένα ρε μαραζιάρικο;». Άκουσα να λέει ο πατέρας μου. Το ανασμίδι έτρεμπε! Το πήρα στα χέρια μου, το κράτησα να ζεσταθεί και το άφησα κάτου. Εκείνο δε στεκότανε στα πόδια του. Για μια στιγμή, ο πατέρας μου εδιάκε ίσιαμε το γάϊδαρο, να του βάλει τον ντορβά με τη φάγνα. Ήρθε μια γριούλα, κοίταξε το ανασμίδι και είπε: «Θα είναι ταλαιπωρημένο το κακόμοιρο από το ταξίδι και κοιμάται. Ε;». Ναι της αποκρίθηκα. «Πόσο το δίνεις;» ρώτησε. Τριάντα δραχμές της απάντησα. Η γριούλα έκανε παζάρι κι' εγώ, για να μη μείνει απούλητο, της έκανα σκόντο δύο δραχμές.

Έβγαλε από τον κόρφο της ένα μαντήλι, που ήτανε δεμένο κόμπο! Πάλεψε πόση ώρα να το λύσει! Εγώ τήραγα το μαραζιάρικο που έμενε ακούνητο! Τελικά, μετά από μουρμουρητά, τα κατάφερε. Μέσα στο μαντήλι είχε ούλο κέρματα. Άρχισε να μετράει ένα-ένα και μου τά ’δινε. Σκιάχτηκα, μήπως κάμω λάθος στο μέτρημα, αφού πρώτη φορά μέτραγα λεφτά και είχε δεκάρες και εικοσάρες! Γιόμισα μια πλωχεριά! «Δεν έχω άλλα παιδάκι μου», είπε η γριούλα. Δέχτηκα αμήχανα. Ούτε ήξερα πόσα λεφτά μου είχε δώσει. Έσκυουψα, σήκωσα το ανασμίδι και μου φάνηκε κρύο. Το ’δωκα στη γριούλα. Το κούνησε, το ξανακούνησε, εκείνο έμενε ασάλευτο! «Μωρή κουρούνα Βγένω αποκουτιάθηκες; Δεν το βλέπεις ότι τα ’χει κακαρώσει;». Ακουστήκανε τα λόγια μιας γυναίκας. «Είσαι στα συγκαλά σου ρε παλιοσγαρτσιάρικο; Ψόφιο γουρνόπλο μου πουλάς; Ου να χαθείς σεληνιάρικο!». Έβαλα τα κλάηματα. Έδωκα τα λεφτά πίσω και πήρα το νεκρό ανασμίδι!! Έγινα σμπαράλια. Καλύτερα ν' άνοιγε η γης να με καταπιεί! Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ήρθε ο πατέρας μου. Με βρήκε να σκλιμουριέμαι και με μώρωξε, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα, ήτανε να λακήξω και να ξεμπουντουλωθώ. Μου φαινότανε ότι μ' αναγελάγανε ούλοι στο παζάρι. Η γριούλα φεύγοντας μου τα ’ψελνε μέχρι το σκαπέτημα. Σίγουρα η μούρη μου θα είχε γίνει σαν τη σπέτσα, από την ντροπή. Μου κούστισε πολύ εκείνη η περιπέτεια! Νταμιλιάστηκα! Τέτοιο συγκύλημα δεν το ματάπαθα στη ζωή μου.

Επιτέλους φύγαμε από το παζάρι. Ψωνίσαμε μια οκά χαλβά και δύο φραντζόλες φαρίνα κάτασπρες! Εκεί είδα μεγάλες μαλάθες γιομάτες με καρβέλια και ταΐνια! Ο πατέρας μου, που είδε το κακό χάλι των παπουτσιώνμου, μου αγόρασε ένα ζευγάρι γαλότσες, έτσι απαλλάχτηκα από το βραχνά της ποδεμής. Για τον εαυτό του επήρε ένα ζευγάρι καουτσούκια. Τις αρβύλες τις σιάλντηξα σ' ένα ρέμα.

Πήραμε το γάϊδαρο και αναχωρήσαμε για το χωριό. Σταματήσαμε κάπου και κάτσαμε να φάμε. Με είχε τσουκλώσει η πείνα τόσο πολύ που δεν έβλεπα μπροστά μου. Θυμάμαι ότι, μόλις τέλειωσα το μερτικό μου από το χαλβά, προσφάϊσα τη φαρίνα, που έτρωγα, πρώτη φορά, με το δικό μας σκούρο ψωμί από ερέτρια και τυλώθηκα για τα καλά.

Καθώς προχωρούσαμε ήσυχα ανάμεσα στα θεόρατα δέντρα, στη βορεινή πλαγιά του Λαπίθα, άξαφνα αρχίνησε να μπουμπουνίζει δυνατά και παρατεταμένα. Εγώ που σκεβόμουνα με θλίψη τη συφορά πο ’παθα με το ανασμίδι, όταν αγροίκησα το ξαφνικό μπουμπουνηταριό, αλαφιάστηκα. Πριν περάσει το πρώτο ξάφνιασμα, ήρθε το δεύτερο! Άρχισε να πέφτει ένα κοκκοσιέλι σαν κοκκόσιες! Το ευτύχημα ήτανε που περνούσαμε μέσα από λόγγο και βρήκαμε καταφύγιο κάτου από τις πανύψηλες αριές, αλλιώς, όπως ήμουνα κουρεμένος σύντριχα (γουλί), θα πέταγε ζιόγκους το κουρούπι μου. Καθώς αγροίκαγα, μέσα στο σούρουπο, του βοριά το λυσσομάνι, το υπόκωφο βουητιό του λόγγου και το μονότονο και επίμονο κρα-κρα των κορακιών, που πουρλακάγανε από πάνου μας, μ' έπιασε σύγκρυο!

Μετά από κάμποση ώρα, σταμάτησε το κοκκοσιέλι και βγήκε το ζουνάρι της καλόγριας. Ξεκινήσαμε. Αγναρίζαμε δύσκολα, γιατί είχε πέσει τόση κατσιφάρα που δε βλέπαμε στα τρία μέτρα! Είχε σουρουπώσει για τα καλά και τα πράγματα ήτανε δρυμόκωλα. Μέχρι να φτάσουμε στο χωριό ογρατήσαμε. Με το στανιό ανέβηκα τα σκαλούγκια της σκάλας! Στο σπίτι μπήκα ξεθεωμένος και για ν' αναγοηθώ έκατσα στο παραγώνι και χαυδάλωσα τη φωτιά που έκαιγε φουντάλα! Την άλλη μέρα οι αρίδες μου είχανε γιομίσει κεραμίδες. Το χειμωνιάτικο είχε μπουχλώσει τόσο πολύ, που όταν μπήκε ο πατέρας μου τον άκουσα να λέει: «Μην τη συμπάτε κι' άλλο. Θα πιάσουμε κουνάδι εδώ μέσα από το μπούχλωμα!».

Όταν μαζώχτηκε ούλη η οικογένεια στο παραγώνι και κάτσαμε ολοτρόγυρα στο σοφρά, ο πατέρας μου έβγαλε από τη μέσα τσιέπη του σακακιού του ένα διπλωμένο χαρτί και άρχισε να το ξετυλάει. Μου φάνηκε χρόνος μέχρι να φανεί το περιεχόμενό του. Εμείς τα παιδιά, πέντε τον αριθμό, τηράγαμε με γουρλωμένα μάτια και περιμέναμε σαν τα κλωσσόπλα! Επιτέλους ξετυλίχτηκε το μαγικό χαρτάκι! Όταν φανήκανε οι γυμνές καραμέλες με σχήμα μισοφέγγαρου, άρχισα να αναγλείφουμαι! Στο μερτικό μου πέσανε τρεις καραμέλες. Ομολογώ ότι τη γλυκύτητα εκείνης της καραμέλας δεν την ξεπέρασε καμμία από τις γεύσεις που δοκίμασα στη ζωή μου!!!

Για το πρώτο μου ταξίδι, τι να ειπώ! Τόσο η μαλίνα που πέρασα με το ανασμίδι, όσο και τα μαρτούρια του πηγαιμού και του γυρισμού, δε μ’ αφήκανε να το απολάψω. Μου βγήκε ξυνό!

  

Αριστομένης Γρηγορόπουλος

π. Γενικός Επιθεωρητής Πελ/σου

Εθνικής Τράπεζας