Μνήμες Μακρινές - Αριστομένης Γρηγορόπουλος

Μνήμες Μακρινές - Αριστομένης Γρηγορόπουλος

Τελείωσα το δημοτικό σχολείο το 1955. Το όνειρο και η σφοδρή μου επιθυμία ήταν να πάω στο γυμνάσιο, γιατί έτσι θα μπορούσα να γλυτώσω από την τυραννία  της αγροτικής ζωής!

<<Τήρα να μάθεις καμιά κουγκέλα γράμματα, να πας παραπέρα, να ζήσεις σαν άνθρωπος κι απεδώ δε βγαίνει  τουρούλι>>! Αυτά ήταν τα λόγια του παππούλη μου! Τα είχα δέσει κόμπο. Όμως, για να πραγματοποιηθεί το όνειρό μου, έπρεπε να περάσω τις εισαγωγικές εξετάσεις!

Εκείνες οι εξετάσεις αποτελούσαν σημαντικό σταθμό για τη ζωή των παιδιών! Όποιος πετύχαινε, ανέβαινε εκείνο το σκαλούγκι για να συνεχίσει τα γράμματα και να φτίασει τη ζωή του καλύτερα. Όποιος δεν τα κατάφερνε ή θα έμενε στο χωριό και θα ακολουθούσε τη μοίρα των γονιών του ή θα δοκίμαζε ξανά στις επόμενες εξετά- σεις. Η τρίτη επιλογή-δυνατότητα ήταν να μάθει κάποια τέχνη (μαραγκός, ράφτης, μπαλωματής, κ.α).

Όταν βρέθηκα σε εκείνο το σταυροδρόμι, με έπιασε μεγάλη αγωνία γιατί μερικοί μεγαλυτεροί μου που είχαν αποτύχει στις εξετάσεις, τους έβλεπα με τα ροζιασμένα χέρια τους να παλεύουν με τον κασμά και το αλέτρι μέσα στην παγωνιά και το ξεροβόρι και το καλοκαίρι να ψένουνται μες το λιοπύρι! Κι από δουλειά! Σμούρτσα φεύγανε και γυρίζανε με το σουρούπωμα!   Όσο για τους καρπούς του μόχθου και του ιδρώτα τους ήτανε λιγοστοί και πενιχροί!  Όσον αφορά τα όνειρα και τους στόχους της ζωής τους, ο γρήγορος γάμος αποτε- λούσε τον <<αντικειμενικό σκοπό τους>>! Αραδιάζανε και ένα τσούρμο κουτσούβε-λα και η ζωή συνεχίζεται!

Την ίδια μέρα που πήρα το απολυτήριο (με βαθμό οχτώ), στρώθηκα στο διάβασμα ώστε στις λίγες μέρες μέχρι να δώσουμε εξετάσεις να μπορέσω να θυμηθώ όσα μας είχε μάθει ο δασκαλός μας.

Έφτασε η μέρα των εξετάσεων! Την προηγούμενη, αφού έβαλα την καλή μου αλλαξιά και πήρα το σακούλι με τα βιβλία παραμαλιά, μαζί με τον πατέρα μου πήγαμε στη Ζαχάρω. Τρεις ώρες ποδαρόδρομος, αφού στο χωριό πήγε αυτοκίνητο μετά από χρόνια. Εκεί βρήκαμε αποκούμπι στο χαμόγειο σπιτάκι του μπαρμπα-Γιώργη. Μικρό αλλά ζεστό και φιλόξενο!

Πρώτη φορά πήγαινα στην πόλη! Τήραγα τρογύρω με γουρλωμένα μάτια κι έβλεπα πράματα και θάματα! Είδα μεγάλα, δίπατα σπίτια, φαρδιούς δρόμους χωρίς χώμα και μαγαζιά αμέτρητα στην αράδα! Είδα αυτοκίνητα που μου φανήκανε σαν θερίες χελώνες! Είδα άλογο που έσουρνε ένα κασόνι με δυο μεγάλες ρόδες κι απάνου στεκότανε ολόρθος ο καροτσέρης και κράταγε το καπίστρι με τα δυο του χέρια! Ήτανε κάρο! Άκουσα τα σιουρήγματα του μουντζούρη που πέρναγε μακριά και το βουητιό του σαν αγκομαχητό!

Έσμιξα με τους άλλους συμμαθητές μου και το μόνο που συζητούσαμε ήτανε οι εξετάσεις!  Ήρθαμε σε επαφή με παιδιά από άλλα χωριά και μοιραστήκαμε μαζί τους την αγωνία των εξετάσεων. Μάλιστα ένα από αυτά έδινε δεύτερη φορά εξετάσεις κι όπως ήτανε φυσικό τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον μου. Ήθελα να μάθω γιατί απέτυχε και να οικειοποιηθώ την εμπειρία που είχε αποκτήσε με τη συμμετοχή στις εξετάσεις. Το πλησίασα και αρχίνησα να του κάνω απανωτές ερωτήσεις. Με ζώσανε τα φίδια γιατί η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα ήτανε θετική και με προβλημάτισε η αποτυχία του. Εκείνο που έκανε εντονότερη την ανησυχία μου, ήταν το ότι είχε βγει με τον ίδιο βαθμό με εμένα και η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι (τουλάχιστον στα θέματα της πιάτσας). Τελικά δεν μπόρεσα να διακρίνω τις γνώσεις του ούτε να καταλάβω γιατί δεν πέτυχε!

Θυμόμουνα και το δυσάρεστο περιστατικό με τον Επιθεωρητή και ένιωθα το ηθικό μου να πέφτει γιατί σκιαζόμουνα μήπως πάθω τα ίδια. Όταν πήγαινα στην Τετάρτη τάξη, ήρθε στο σχολείο μας ο Επιθεωρητής! Όπως ρώτησε και άλλους μαθητές, είπε και σε εμένα να κλίνω: ‘‘ο κοχλίας’’! Εγώ που άκουγα για πρώτη φορά τη λέξη ‘‘κοχλίας’’, τα χάσα! Σταμάτησε το μυαλό μου και στεκόμουνα αποσβολωμένος! Του κάκου η δασκάλα μας που ήτανε όρθια πίσω από τον Επιθεωρητή, προσπαθούσε με νοήματα να μου δώσει να καταλάβω!  Έτρεμπα! Μου ήρθε να βάλω τα κλάηματα! ΄΄Κάθισε παιδί μου. Δεν πειράζει.΄΄, άκουσα τα λόγια του Επιθεωρητή. Έκατσα αλλά καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί!

Πρωί-πρωί την ημέρα των εξετάσεων μαζί με τους συμμαθητές μου και τους πατεράδες μας , πήγαμε στο ΄΄Κεντρικό΄΄. Το Κεντρικό ήτανε ένα δίπατο σπίτι στο οποίο ήτανε τα γραφεία του Γυμνασιάρχη και των καθηγητών. Για αίθουσες διδασκαλίας χρησιμοποιούσαν δωμάτια σε διάφορα σπίτια.

Το σημερινό κτήριο του Γυμνασίου-Λυκείου λειτούργησε πρώτη φορά τη χρονιά 1955-1956.

Μέσα σε λίγα λεπτά το προαύλιο γέμισε με παιδιά και γονείς! Χάλαγε ο κόσμος από το βουητιό! Εμείς με το κόμπλεξ του ανέβγαλτου χωριατόπουλου, εστέκαμε σε μια ακρούλα ζαρωμένα και σκιαγμένα!  Δίπλα μας μια κουλούμπα παιδιών συζητούσανε για τους βαθμούς των απολυτηρίων τους. Άκουγα δεκάρια και εννιάρια! Σε άλλη παρέα παραπέρα το ίδιο! ΄΄Πού πάω εγώ με το οχταράκι;΄΄ σκέφτηκα και ένας κόμπος έκατσε στο λαιμό μου!

Το χτύπημα του κουδουνιού σταμάτησε την οχλοβοή και με την εμφάνιση του Γυμνασιάρχη και των καθηγητών απλώθηκε απόλυτη σιωπή!  Πήρε το λόγο ο κύριος Γυμνασιάρχης! Είχα τσουρλώσει το αυτί και αγκρουμαζόμουνα για να αγρικίσω καλά τα λόγια του! Αφού μας καλωσόρισε μας είπε λίγα λόγια για τις εξετάσεις και μας ενημέρωσε ότι την πρώτη μέρα θα εξεταστούμε προφορικά και τη δεύτερη γραπτά.Η επιβλητικότητά του και η σταθερή φωνή του με έκαναν να νιώσω βαθύ σεβασμό και δέος! Μετά άρχισε η προφορική εξέταση, η οποία μάλλον ήτα εύκολη γιατί δεν θυμάμαι να ζορίστηκα.

Τη δεύτερη μέρα συγκεντρωθήκαμε πάλι στο ΄΄Κεντρικό΄΄. Κάναμε προσευχή, χωριστήκαμε σε ομάδες και μας οδήγησαν στις αίθουσες διδασκαλίας. Η αίθουσα της δικής μου ομάδας ήτανε ψηλά στην ΄΄Κορδόρουγα΄΄ κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα. Πρώτο μάθημα ήτανε η έκθεση, μετά η ορθογραφία με τις γραμματικές παρατηρήσεις και το τρίτο η αριθμητική. Τα δυο πρώτα μαθήματα δεν είχανε δυσκολίες. Με την αριθμητική, όμως, δεν ήτανε το ίδιο! Μεταξύ άλλων μας δόθηκε ένα πρόβλημα αφαίρεσης μεικτών αριθμών με κλάσματα  ετερώνυμα και το κλάσμα του αφαιρετέου ήταν μικρότερο από το κλάσμα του μειωτέου!!! Η λύση του ήθελε πολλή προσοχή. Τότε θυμήθηκα τα λόγια του δασκάλου μου που μας είπε όταν μας έδωσε τα απολυτήρια μαζί με την ευχή του. <<Να μην βιαστείτε όταν γράφετε. Θα διαβάσετε προσεχτικά το πρόβλημα και μετά θα το λύσετε στο πρόχειρο και όταν βεβαιωθείτε ότι είναι η σωστή η λύση να τη μεταφέρετε στο καθαρό>>. Συγκεντρώθηκα, διάβασα προσεχτικά τα θέματα και άρχισα να λύνω τα εύκολα. Μετά επιστράτεψα τις γνώσεις και την προσήλωση μου στη λύση του δύσκολου!

Όταν τελείωσα και σηκώθηκα να παραδώσω την κόλλα, τότε αντιλήφθηκα ότι στην αίθουσα είχαμε απομείνει μόνο δυο διαγωνιζόμενοι! Βγαίνοντας είδα στο προαύλιο να περιμένει μονάχα ο πατέρας μου! <<Πώς πήγες παιδάκι μου;>>, άκουσα τη φωνή του. Πριν προλάβω να απαντήσω, συνέχισε<< Τα άλλα παιδιά έχουνε βγει από ώρα πολλή και είπανε ότι τα γράψανε ούλα>>. <<Καλά έγραψα πατέρα>>, απάντησα.Φαίνεται ότι η φωνή μου ήτανε τόσο άτονη και ξέψυχη και ο πατέρας μου που είχε αλαφιαστεί από την αργοπορία μου, συμπέρανε ότι δεν έγραψα καλά.

Προχωρήσαμε αμίλητοι και ύστερα από κάμποση ώρα φτάσαμε στο σταυροδρόμι στον πλάτανο. Εκεί ήτανε συγκεντρωμένοι οι συμμαθητές μου με τους πατεράδες τους και ο Φώτης, ένας συγχωριανός μας μαθητής της εβδόμης γυμνασίου. Μόλις πλησιάσαμε, ο Φώτης με ρώτησε πως έγραψα και επέμεινε ιδιαίτερα στην αριθμητική. Μάλιστα με ρώτησε συγκεκριμένα για την αφαίρεση των μεικτών αριθμών. Μετά την απάντησή μου άκουσα τη φωνή του Φώτη <<Μπράβο>> και αμέσως άκουσα τον πατέρα μου <<Φώτη, τι λες θα πιτύχει>>; H φωνή του φανέρωνε ανυπομονησία , άγχος και αδυμονία! <<Μπάρμπα, έγραψε πολύ καλά. Θα περάσει.>> Τότε, ο πατέρας μου αναγοήθηκε!!

Πήραμε το δρόμο για το χωριό! Ο πατέρας μου φανερά ανακουφισμένος με ρώτησε <<Τι θέλεις να σου πάρω;>>. <<Σαρδέλες>>, απάντησα άμεσα και χωρίς σκέψη. Δεν μου χάλασε χατίρι. Μπήκαμε σε ένα μαγαζί να ψωνίσουμε. Και τι δεν είχε! Τήραγα σαστισμένος! Τα μάτια μου πέσανε σε κάτι μεγάλα σακιά που ήταν κοντόγιομα με φακές, φασούλια, ρύζι και ένα ήτανε γεμάτο με ρεβίθια! Ο χοντρουλός και καλοσυνάτος μαγαζάτορας, ο κυρ-Σπύρος με τη μακριά ποδιά του και το παχύ μουστάκι του πήρε μια πλωχενιά ρεβίθια και με φίλεψε!  Ξαφνιάστηκα με το φίλεμα και ντηριόμουνα να το πάρω γιατί τα ρεβίθια τα είχαμε για το γουρούνι. <<Παλληκαράκι φάτα. Είναι πεντανόστιμα!>> , άκουσα τη βραχνή και βαριά φωνή του κυρ-Σπύρου.Δοκίμασα διστακτικά και μ΄ αρέσανε!! Τα φάγα μονομιάς! Πρώτη φορά έτρωγα στραγάλια!  Δεν είχα δει τόσο παχουλό άνθρωπο! Οι λιτοδίαιτοι συγχωριανοί μου με την καθημερινή παιδεψίλα και τη σκληρή βιοπάλη, ήτανε όλοι τους λιγνοί και τσιλιγκροί! Εκτός από τις σαρδέλες αγοράσαμε ένα φελί μπακαλιάρο, ένα σάρωμα, σακοβελώνες , ένα λαμπόγυαλο που δεν έφτασε στο σπίτι γιατί στο δρόμο μας έγινε τρύψαλα και στεκάκια για τις αδερφές μου. Ανάμεσα στα τόσα πράγματα προς μεγάλη μου χαρά και έκπληξη, είδα να κρέμεται στον τοίχο μια αρμαθιά ζουρλάδες και παραπέρα ένα σωρό ντρίτσες. Αγοράσαμε και ζουρλά και ντρίτσα. Η σχέση μου με το ζουρλά ήταν ιδιαίτερη!

Ένα καλοκαίρι, όταν ήμουνα γύρω στα δέκα, εκεί που έβοσκα τα μαρτίνια, συνάντησα ένα τσοπανόπουλο από διπλανό χωριο, μικροτερός μου, και είδα να παίζει ζουρλά! Δεν το πίστευα! Με έβαλε σε συλλογή μεγάλη! Το βράδυ παρακάλεσα τον πατέρα μου και μου φτιασε έναν ζουρλά από καλάμι, όπως του τσοπανόπουλου!  Την επόμενη πρωί-πρωί έπιασα δουλειά με τον ζουρλά. Δυο μέρες πάλευα να μάθβ να παίζω μέχρι που έβγαλα μπούζα στα χείλα μου! Όμως, τα κατάφερα! Την τρίτη μέρα έπαιζα το πρώτο μου τραγούδι <<άσπρο τριαντάφυλλο βαστώ και θέλω να το βάψω….>>

Στα μισά περίπου της διαδρομής για το χωριό και αφού είχαμε αφήσει τα κατώμερα και πιάσαμε πουρναρόριζα, κάτσαμε στη σκιά να τσιμπήσουμε και να ξαποστάσουμε. Ξετυλίξαμε το χαρτί με τις σαρδέλες, βγάλαμε το σταυρούδι που είχε απομείνει από το ταϊνι, που είχαμε πάρει φεύγοντας από το χωριό για το ταξίδι, και στρωθήκαμε στο φαί! Από βουλιμία αλλά και από το φόβο μήπως δεν τυλωθώ, έτρωγα τις σαρδέλες με τα κεφάλια και χωρίς να τις τινάξω να φύγει το αλάτι! Μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχα καταβροχθίσει όλες σχεδόν τις σαρδέλες. Πριν τελειώσω καλά-καλά, άρχισα να διψάω. Που να βρεθεί νερό!

Σηκωθήκαμε και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Είχα κορακιάσει! <<Πηλάλα και θα βρεις νερό μπροστά>>, μου είπε ο πατέρας μου. Έγινα Λούης! Πηλάγαγα και τήραγα δεξιά και αριστερά ψάχνοντας για νερό! Μεριά από την πηλάλα, μεριά από τη λύσσα κινδύνευα να σωριαστώ. Το μάτι μου είχε γίνει γαρίδα, αλλά πουθενά νερό! Ογραίτησα!  Είχα καλντήσει τόσο πολύ που περπάταγα στρεκλώντας.

Άξαφνα, εκεί που ένιωθα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, βλέπω μπροστά μου, σε μικρή απόσταση, νερό να πέφτει σαν μικρός καταρράκτης! Δεν πίστευα στα μάτια μου που είχανε θελώσει από τη δίψα! Σαν έφτασα στο πολυπόθητο νερό, μπήκα ολόκληρος κάτω από τις ρουνιές, σήκωσα το κεφάλι μου και ρούφαγα ασταμάτητα! Η μπάκα μου έγινε τούμπανο! Είχα γίνει παπί αλλά μετά το τσουρούφλισμα το νεράκι ήτανε ανακούφιση, γι΄ αυτό έκατσα στον καταρράκτη μέχρι που πέρασε ένας στρατολάτης και μου είπε κοροϊδευτικά <<Ρε, τι κάνεις εκεί; Σφάρδακλας είσαι;>>

Μέχρι σήμερα δεν έχω εξηγήσει εκείνο το πάθος μου για τις σαρδέλες. Μπορεί κάποια φορά που έφαγα να ήταν λειψό το μερτικό μου και μου έμεινε απωθημένο!

Τα συχαρίκια για τα ευχάριστα νέα, τα πήρε ο δάσκαλός μου που γειτονεύαμε στα αλώνια. Μάλιστα η χαρμόσυνη είδηση με βρήκε να κάνω χρέη αλωνιστή και με ζευγάρι στο αλώνι, τη γελάδα και το γάιδαρο! Εννοείται ότι επειδή εκείνο το ζευγάρι δεν ήτανε και το καταλληλότερο για τη συγκεκριμένη δουλειά, το αλώνισμα κράταγε βδομάδα και βάλε! Η χαρά που ένιωσα για την επιτυχία μου δεν περιγράφεται!

Τις επόμενες κιόλας ημέρες αρχινίσαμε τις προετοιμασίες για το νοικοκυριό μου. Φκιάσαμε τα στρίποδα του κρεβατιού, γιομίσαμε ένα ματαράτσι με κριθαριά και φλίτσια για στρώμα! Η μάνα μου έστησε το λάκο για να υφάνει καινούργια σκεπάσματα! Η ολόμαλλη βυσσινιά μπαντανία που την κουβάλησα ζαλιά στην νεροτριβή με ζέσταινε για χρόνια! Το δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι του Μουντρά (Φασκομηλιά), που διάκαμε να πουλήσουμε ένα μπουζιάκι, αγοράσαμε ένα μισότριβο ντρίλινο σακάκι χωρίς αστάρι αλλά μου ήρθε κουτί!

Όμως, μετά τα δυο με τρία πλυσίματα το σακάκι που το είχα μονοφόρι, εμπήκε και τα μανίκια του μόλις που περνάγανε τους αγκώνες! Ευτυχώς, το αμερικανικό πουκάμισο είχε μακριά μανίκια και κάλυπτε τα χέρια! Έτσι, δεν έκραινα!  Μαζώξαμε και τα υπόλοιπα αναχρικά ώστε το χινόπωρο με το άνοιγμα του σχολείου να είναι έτοιμο το νοικοκυριό μου που θα ανοίγαμε σε μια νοικιασμένη καμαρούλα στη Ζαχάρω!

Εκείνο ήτανε το πρώτο μου ταξίδι και μου είναι αλησμόνητο γιατί οι εντυπώσεις που αποκόμισα είναι χαραγμένες ανεξίτηλα στο μνημονικό μου και με συνοδεύουν σε όλη μου τη ζωή. Εκτός από τη χαρά που πήγα καλά στις εξετάσεις, μου δόθηκε η ευκαιρία να ιδώ και να γνωρίσω καινούρια και εντυπωσιακά πράγματα! Αποτυπώθηκαν στη μνήμη μου πρωτόγνωρες εικόνες και παραστάσεις και αγγίξανε τον ψυχισμό μου έντονα συναισθήματα και αξέχαστα βιώματα!

Στις εξετάσεις πετύχαμε 104. Τελικά, από την ογδόη αποφοιτήσαμε 32 όπου συμπεριλαμβάνονταν και οι 18 απορριφθέντες των προηγούμενων τάξεων!!

Εύλογα προβάλλει το ερώτημα: Συγκρίνοντας τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου της εποχής εκείνης με το σημερινό, ποιό συμπέρασμα εξάγεται;